ἐπικέντρωσις

ἐπικέντρωσις
ἐπικέντρ-ωσις, εως, ,
A occupation of a cardinal point, Paul.Al.P.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικέντρωση — η (Α ἐπικέντρωσις) [επικεντρώνω] νεοελλ. 1. η συγκέντρωση, η εστίαση τού ενδιαφέροντος σε ένα κύριο σημείο 2. τεχνολ. ο προσδιορισμός τού κεντρικού άξονα ενός κυλινδρικού σώματος αρχ. η θέση ενός αστέρα σε ένα από τα κύρια σημεία τού ορίζοντα …   Dictionary of Greek

  • ἐπικεντρώσεως — ἐπικεντρώσεω̆ς , ἐπικέντρωσις occupation of a cardinal point fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”